Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευή
View word page
κατασιωπάω
κατασιωπάω fut. ήσομαι to be silent about a thing, Dem. Causal, to make silent, silence, Xen.: Mid. to cause silence, Xen.
ShortDef
to be silent about
Debugging
Headword:
κατασιωπάω
Headword (normalized):
κατασιωπάω
Headword (normalized/stripped):
κατασιωπαω
IDX:
17244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17260
Key:
katasiwpa/w
Data
{'content': 'κατασιωπάω\n fut. ήσομαι\n to be silent about a thing, Dem.\n Causal, to make silent, silence, Xen.: Mid. to cause silence, Xen.', 'key': 'katasiwpa/w'}