Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
View word page
κατασιτέομαι
κατασιτέομαι fut. ήσομαι Dep. to eat up, feed on, Hdt.

ShortDef

to eat up, feed on

Debugging

Headword:
κατασιτέομαι
Headword (normalized):
κατασιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασιτεομαι
IDX:
17243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17259
Key:
katasite/omai

Data

{'content': 'κατασιτέομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to eat up, feed on, Hdt.', 'key': 'katasite/omai'}