Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
κατασκεύασμα
View word page
κατασιγάω
κατασιγάω fut. ήσομαι to become silent, Plat.
ShortDef
to become silent
Debugging
Headword:
κατασιγάω
Headword (normalized):
κατασιγάω
Headword (normalized/stripped):
κατασιγαω
IDX:
17241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17257
Key:
katasiga/w
Data
{'content': 'κατασιγάω\n fut. ήσομαι\n to become silent, Plat.', 'key': 'katasiga/w'}