Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκέλλομαι
κατασκευάζω
View word page
κατασθμαίνω
κατασθμαίνω to pant and struggle against a thing, c. gen., Aesch.

ShortDef

to pant and struggle against

Debugging

Headword:
κατασθμαίνω
Headword (normalized):
κατασθμαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασθμαινω
IDX:
17240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17256
Key:
katasqmai/nw

Data

{'content': 'κατασθμαίνω\n to pant and struggle against a thing, c. gen., Aesch.', 'key': 'katasqmai/nw'}