Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάρτισις
καταρτιστήρ
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
κατασκαφή
κατασκαφής
View word page
κατασημαίνομαι
κατασημαίνομαι fut. ανοῦμαι to seal up: Mid. to have a thing sealed up, Plat.

ShortDef

cause to be sealed up

Debugging

Headword:
κατασημαίνομαι
Headword (normalized):
κατασημαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασημαινομαι
IDX:
17237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17253
Key:
katashmai/nw

Data

{'content': 'κατασημαίνομαι\n fut. ανοῦμαι\n to seal up: Mid. to have a thing sealed up, Plat.', 'key': 'katashmai/nw'}