Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασκάπτω
View word page
κατασείω
κατασείω fut. -σείσω to shake down, throw down, Thuc. κατασεῖσαι τὴν χεῖρα to shake or make a motion of the hand; so, κ. τὰ ἱμάτια, by way of signal, Plut.; but also, κ. τῇ χειρί to beckon with the hand, NTest.: absol., κατασείειν τινί to beckon to another, as a sign for him to be silent, Xen.

ShortDef

to shake down, throw down

Debugging

Headword:
κατασείω
Headword (normalized):
κατασείω
Headword (normalized/stripped):
κατασειω
IDX:
17235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17251
Key:
katasei/w

Data

{'content': 'κατασείω\n fut. -σείσω\n to shake down, throw down, Thuc.\n κατασεῖσαι τὴν χεῖρα to shake or make a motion of the hand; so, κ. τὰ ἱμάτια, by way of signal, Plut.; but also, κ. τῇ χειρί to beckon with the hand, NTest.: absol., κατασείειν τινί to beckon to another, as a sign for him to be silent, Xen.', 'key': 'katasei/w'}