Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάω
κατασικελίζω
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
View word page
κατασβέννυμι
κατασβέννυμι or -ύω fut. -σβέσω to put out, quench, Lat. extinguere, Il., Eur., etc.:—metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? Aesch.; κ. βοήν, ἔριν to quell noise, strife, Soph. Pass., aor1 κατ-εσβήθην, with intr. aor2 act. κατέσβην, inf. κατα-σβῆναι, perf. act. κατ-έσβηκα:— to go out, be quenched, Hdt.:—metaph., κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch.

ShortDef

to put out, quench

Debugging

Headword:
κατασβέννυμι
Headword (normalized):
κατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
κατασβεννυμι
IDX:
17234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17250
Key:
katasbe/nnumi

Data

{'content': 'κατασβέννυμι\n or -ύω\n fut. -σβέσω\n to put out, quench, Lat. extinguere, Il., Eur., etc.:—metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? Aesch.; κ. βοήν, ἔριν to quell noise, strife, Soph.\n Pass., aor1 κατ-εσβήθην, with intr. aor2 act. κατέσβην, inf. κατα-σβῆναι, perf. act. κατ-έσβηκα:— to go out, be quenched, Hdt.:—metaph., κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch.', 'key': 'katasbe/nnumi'}