κατασβέννυμι
κατασβέννυμι
or -ύω
fut. -σβέσω
to put out, quench, Lat. extinguere, Il., Eur., etc.:—metaph., ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει; who shall dry it up? Aesch.; κ. βοήν, ἔριν to quell noise, strife, Soph.
Pass., aor1 κατ-εσβήθην, with intr. aor2 act. κατέσβην, inf. κατα-σβῆναι, perf. act. κατ-έσβηκα:— to go out, be quenched, Hdt.:—metaph., κλαυμάτων πηγαὶ κατεσβήκασι Aesch.