Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμέργω
View word page
ἀμελέτητος
ἀμελέτητος μελετάω unpractised, Plat., etc.
ShortDef
unpractised
Debugging
Headword:
ἀμελέτητος
Headword (normalized):
ἀμελέτητος
Headword (normalized/stripped):
αμελετητος
IDX:
1725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1725
Key:
a)mele/thtos
Data
{'content': 'ἀμελέτητος\n μελετάω\n unpractised, Plat., etc.', 'key': 'a)mele/thtos'}