Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταρρυής
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
View word page
κατάρυτος
κατάρυτος κατάρῠτος, ον poet. for κατάρρυτος, Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατάρυτος
Headword (normalized):
κατάρυτος
Headword (normalized/stripped):
καταρυτος
IDX:
17230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17246
Key:
kata/rutos
Data
{'content': 'κατάρυτος\n κατάρῠτος, ον\n poet. for κατάρρυτος, Eur.', 'key': 'kata/rutos'}