Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάρροος
καταρροφέω
καταρρυής
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
κατασεύομαι
κατασημαίνομαι
κατασήπω
View word page
καταρτιστήρ
καταρτιστήρ καταρτιστήρ, ῆρος, from καταρτίζω one who restores order, a mediator, Hdt.
ShortDef
one who restores order, a mediator
Debugging
Headword:
καταρτιστήρ
Headword (normalized):
καταρτιστήρ
Headword (normalized/stripped):
καταρτιστηρ
IDX:
17228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17244
Key:
katartisth/r
Data
{'content': 'καταρτιστήρ\n καταρτιστήρ, ῆρος,\n from καταρτίζω\n one who restores order, a mediator, Hdt.', 'key': 'katartisth/r'}