Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταρρήγνυμι
καταρρινάω
καταρρίπτω
κατάρροος
καταρροφέω
καταρρυής
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
κατάρτισις
καταρτιστήρ
καταρτύω
κατάρυτος
καταρχαιρεσιάζω
καταρχάς
κατάρχω
κατασβέννυμι
κατασείω
View word page
καταρτάω
καταρτάω fut. ήσω to hang down from, hang on or append, Plut. to adjust, χρῆμα κατηρτημένον a well-adjusted or convenient thing, Hdt.
ShortDef
to hang down from, hang on
Debugging
Headword:
καταρτάω
Headword (normalized):
καταρτάω
Headword (normalized/stripped):
καταρταω
IDX:
17225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17241
Key:
katarta/w
Data
{'content': 'καταρτάω\n fut. ήσω\n to hang down from, hang on or append, Plut.\n to adjust, χρῆμα κατηρτημένον a well-adjusted or convenient thing, Hdt.', 'key': 'katarta/w'}