Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
καταρρέζω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρινάω
καταρρίπτω
κατάρροος
καταρροφέω
καταρρυής
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτίζω
View word page
καταρρινάω
καταρρινάω or -έω fut. ήσω ῥίνη to file down:— metaph., κατερρινημένον τι polished, elegant, Ar.
ShortDef
to file down
Debugging
Headword:
καταρρινάω
Headword (normalized):
καταρρινάω
Headword (normalized/stripped):
καταρριναω
IDX:
17216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17232
Key:
katarrina/w
Data
{'content': 'καταρρινάω\n or -έω\n fut. ήσω\n ῥίνη\n to file down:— metaph., κατερρινημένον τι polished, elegant, Ar.', 'key': 'katarrina/w'}