Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
καταρρέζω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρινάω
καταρρίπτω
κατάρροος
καταρροφέω
καταρρυής
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
View word page
καταρρήγνυμι
καταρρήγνυμι and -ύω fut. -ρήξω to break down, τὴν γέφυραν Hdt.; μέλαθρα Eur. to tear in pieces, rend, Dem.:—Mid., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt. in Soph. Ant. 675 τροπὰς καταρρήγνυσι ἡ ἀναρχία breaks up armies and turns them to flight. Pass., aor2 κατερράγην [ᾰ], with perf. act. κατέρρωγα:— to be broken down, to be thrown down and broken, Hdt. to fall or rush down, to break or burst out, of storms, Hdt.; of tears, Eur.:—metaph., ὁ πόλεμος κατερράγη Ar. to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ κατερρηγμένη with black and crumbling soil, Hdt. καταράσσω Attic -ττω fut. ξω to dash down, break in pieces, τοὺς λοιπούς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα drove them shattered to Cithaerae, Hdt.; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc. intr. to fall down, fall headlong, Plut.

ShortDef

to break down

Debugging

Headword:
καταρρήγνυμι
Headword (normalized):
καταρρήγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταρρηγνυμι
IDX:
17215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17231
Key:
katarrh/gnumi

Data

{'content': 'καταρρήγνυμι\n and -ύω\n fut. -ρήξω\n to break down, τὴν γέφυραν Hdt.; μέλαθρα Eur.\n to tear in pieces, rend, Dem.:—Mid., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.\n in Soph. Ant. 675 τροπὰς καταρρήγνυσι ἡ ἀναρχία breaks up armies and turns them to flight.\n Pass., aor2 κατερράγην [ᾰ], with perf. act. κατέρρωγα:— to be broken down, to be thrown down and broken, Hdt.\n to fall or rush down, to break or burst out, of storms, Hdt.; of tears, Eur.:—metaph., ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.\n to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ κατερρηγμένη with black and crumbling soil, Hdt.\n καταράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to dash down, break in pieces, τοὺς λοιπούς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα drove them shattered to Cithaerae, Hdt.; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc.\n intr. to fall down, fall headlong, Plut.', 'key': 'katarrh/gnumi'}