Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
ἀμενηνός
View word page
ἀμέλει
ἀμέλει imperat. of ἀμελέω, never mind, Ar., Xen.; aor1 ἀμέλησον Luc. as adv. by all means, of course, Ar., Plat., etc.
ShortDef
never mind
Debugging
Headword:
ἀμέλει
Headword (normalized):
ἀμέλει
Headword (normalized/stripped):
αμελει
IDX:
1723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1723
Key:
a)me/lei
Data
{'content': 'ἀμέλει\n imperat. of ἀμελέω, never mind, Ar., Xen.; aor1 ἀμέλησον Luc.\n as adv. by all means, of course, Ar., Plat., etc.', 'key': 'a)me/lei'}