Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
καταρρέζω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρινάω
καταρρίπτω
κατάρροος
καταρροφέω
καταρρυής
κατάρρυτος
καταρρωδέω
View word page
καταρρέζω
καταρρέζω fut. ξω to pat with the hand, to stroke, caress, like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (Epic for katerr-) Hom.; also καρρέζουσα (Epic for katarr-) Il.

ShortDef

to pat with the hand, to stroke, caress

Debugging

Headword:
καταρρέζω
Headword (normalized):
καταρρέζω
Headword (normalized/stripped):
καταρρεζω
IDX:
17212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17228
Key:
katarre/zw

Data

{'content': 'καταρρέζω\n fut. ξω\n to pat with the hand, to stroke, caress, like Lat. mulcere, χειρὶ δέ μιν κατέρεξε (Epic for katerr-) Hom.; also καρρέζουσα (Epic for katarr-) Il.', 'key': 'katarre/zw'}