Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
καταρρέζω
καταρρέπω
καταρρέω
καταρρήγνυμι
καταρρινάω
καταρρίπτω
κατάρροος
καταρροφέω
καταρρυής
View word page
καταρράπτω
καταρράπτω fut. ψω to stitch on or over, θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων a frame lashed to a crate of reeds, Hdt. to stitch tight, Plut. metaph. to devise, compass, Aesch. from κατάρρᾰφος

ShortDef

to stitch on

Debugging

Headword:
καταρράπτω
Headword (normalized):
καταρράπτω
Headword (normalized/stripped):
καταρραπτω
IDX:
17210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17226
Key:
katarra/ptw

Data

{'content': 'καταρράπτω\n fut. ψω\n to stitch on or over, θύρη κατερραμμένη ῥιπὶ καλάμων a frame lashed to a crate of reeds, Hdt.\n to stitch tight, Plut.\n metaph. to devise, compass, Aesch.\n from κατάρρᾰφος', 'key': 'katarra/ptw'}