καταρρακτός
            
          
          καταρρακτός
 καταρρακτός, ή, όν
 = καταρράκτης,
 κ. θύρα, a trap-door, Plut.
          {
  "content": "καταρρακτός\n καταρρακτός, ή, όν\n = καταρράκτης,\n κ. θύρα, a trap-door, Plut.",
  "key": "katarrakto/s"
}