Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
ἀμέλλητος
ἄμεμπτος
ἀμεμφία
View word page
ἀμέλεια
ἀμέλεια ἀμελής indifference, negligence, Thuc., etc; τινος towards a person, περί τινος about a thing, Plat.

ShortDef

indifference, negligence

Debugging

Headword:
ἀμέλεια
Headword (normalized):
ἀμέλεια
Headword (normalized/stripped):
αμελεια
IDX:
1722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1722
Key:
a)me/leia

Data

{'content': 'ἀμέλεια\n ἀμελής\n indifference, negligence, Thuc., etc; τινος towards a person, περί τινος about a thing, Plat.', 'key': 'a)me/leia'}