Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
καταρρέζω
καταρρέπω
View word page
καταρκέω
καταρκέω fut. έσω to be fully sufficient, Hdt., Eur.

ShortDef

to be fully sufficient

Debugging

Headword:
καταρκέω
Headword (normalized):
καταρκέω
Headword (normalized/stripped):
καταρκεω
IDX:
17203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17219
Key:
katarke/w

Data

{'content': 'καταρκέω\n fut. έσω\n to be fully sufficient, Hdt., Eur.', 'key': 'katarke/w'}