Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
καταρρέζω
View word page
καταριθμέω
καταριθμέω fut. ήσω to count or reckon among, Eur., Plat. to recount in detail, Plat.:—in Mid. to recount, enumerate, Plat.
ShortDef
to count
Debugging
Headword:
καταριθμέω
Headword (normalized):
καταριθμέω
Headword (normalized/stripped):
καταριθμεω
IDX:
17202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17218
Key:
katariqme/w
Data
{'content': 'καταριθμέω\n fut. ήσω\n to count or reckon among, Eur., Plat.\n to recount in detail, Plat.:—in Mid. to recount, enumerate, Plat.', 'key': 'katariqme/w'}