Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
κατάρραφος
View word page
καταριγηλός
καταριγηλός κατα-ρῑγηλός, ή, όν making one shudder, horrible, Od.
ShortDef
making
Debugging
Headword:
καταριγηλός
Headword (normalized):
καταριγηλός
Headword (normalized/stripped):
καταριγηλος
IDX:
17201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17217
Key:
katarighlo/s
Data
{'content': 'καταριγηλός\n κατα-ρῑγηλός, ή, όν\n making one shudder, horrible, Od.', 'key': 'katarighlo/s'}