Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
καταρρακόω
καταρράκτης
καταρρακτός
καταρράπτω
View word page
κατάρδω
κατάρδω fut. -άρσω to water:—metaph. to besprinkle with praise, Ar.
ShortDef
to water
Debugging
Headword:
κατάρδω
Headword (normalized):
κατάρδω
Headword (normalized/stripped):
καταρδω
IDX:
17200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17216
Key:
kata/rdw
Data
{'content': 'κατάρδω\n fut. -άρσω\n to water:—metaph. to besprinkle with praise, Ar.', 'key': 'kata/rdw'}