Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
καταρραθυμέω
View word page
καταργέω
καταργέω fut. ήσω to leave unemployed or idle, Eur.; κ. τὴν γῆν to occupy the ground uselessly, cumber it, NTest. to make of none effect, NTest.:—Pass., καταργηθῆναι to be abolished, cease, NTest.; κ. ἀπὸ τοῦ νόμου to be set free from the law, NTest.

ShortDef

to leave unemployed

Debugging

Headword:
καταργέω
Headword (normalized):
καταργέω
Headword (normalized/stripped):
καταργεω
IDX:
17196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17212
Key:
katarge/w

Data

{'content': 'καταργέω\n fut. ήσω\n to leave unemployed or idle, Eur.; κ. τὴν γῆν to occupy the ground uselessly, cumber it, NTest.\n to make of none effect, NTest.:—Pass., καταργηθῆναι to be abolished, cease, NTest.; κ. ἀπὸ τοῦ νόμου to be set free from the law, NTest.', 'key': 'katarge/w'}