κατάρατος
κατάρατος
κατάρᾱτος, ον
καταράομαι
accursed, abominable, Eur., Ar.; comp. -ότερος Dem.; †sup. -ότατος Soph.
{
"content": "κατάρατος\n κατάρᾱτος, ον\n καταράομαι\n accursed, abominable, Eur., Ar.; comp. -ότερος Dem.; †sup. -ότατος Soph.",
"key": "kata/ratos"
}