Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
καταριθμέω
καταρκέω
καταρνέομαι
καταρόω
View word page
κατάρατος
κατάρατος κατάρᾱτος, ον καταράομαι accursed, abominable, Eur., Ar.; comp. -ότερος Dem.; †sup. -ότατος Soph.
ShortDef
accursed, abominable
Debugging
Headword:
κατάρατος
Headword (normalized):
κατάρατος
Headword (normalized/stripped):
καταρατος
IDX:
17195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17211
Key:
kata/ratos
Data
{'content': 'κατάρατος\n κατάρᾱτος, ον\n καταράομαι\n accursed, abominable, Eur., Ar.; comp. -ότερος Dem.; †sup. -ότατος Soph.', 'key': 'kata/ratos'}