Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
καταριγηλός
View word page
κατάπυκνος
κατάπυκνος κατά-πυκνος, ον very thick, Theocr.

ShortDef

very thick

Debugging

Headword:
κατάπυκνος
Headword (normalized):
κατάπυκνος
Headword (normalized/stripped):
καταπυκνος
IDX:
17191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17207
Key:
kata/puknos

Data

{'content': 'κατάπυκνος\n κατά-πυκνος, ον\n very thick, Theocr.', 'key': 'kata/puknos'}