Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
καταργυρόω
κατάρδω
View word page
καταπύθω
καταπύθω fut. ύσω to make rotten, Hhymn.:— Pass. to become rotten, Il.

ShortDef

to make rotten

Debugging

Headword:
καταπύθω
Headword (normalized):
καταπύθω
Headword (normalized/stripped):
καταπυθω
IDX:
17190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17206
Key:
katapu/qw

Data

{'content': 'καταπύθω\n fut. ύσω\n to make rotten, Hhymn.:— Pass. to become rotten, Il.', 'key': 'katapu/qw'}