Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
κάταργμα
View word page
καταπυγοσύνη
καταπυγοσύνη καταπῡγοσύνη, ἡ, brutal lust, Ar. from καταπύγων

ShortDef

brutal lust

Debugging

Headword:
καταπυγοσύνη
Headword (normalized):
καταπυγοσύνη
Headword (normalized/stripped):
καταπυγοσυνη
IDX:
17188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17204
Key:
katapugosu/nh

Data

{'content': 'καταπυγοσύνη\n καταπῡγοσύνη, ἡ,\n brutal lust, Ar.\n from καταπύγων', 'key': 'katapugosu/nh'}