Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
καταργίζω
View word page
καταπτωχεύω
καταπτωχεύω fut. σω to reduce to beggary, Plut.

ShortDef

to reduce to beggary

Debugging

Headword:
καταπτωχεύω
Headword (normalized):
καταπτωχεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπτωχευω
IDX:
17187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17203
Key:
kataptwxeu/w

Data

{'content': 'καταπτωχεύω\n fut. σω\n to reduce to beggary, Plut.', 'key': 'kataptwxeu/w'}