Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
καταράομαι
κατάρατος
καταργέω
View word page
καταπτώσσω
καταπτώσσω = καταπτήσσω, Il.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταπτώσσω
Headword (normalized):
καταπτώσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπτωσσω
IDX:
17186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17202
Key:
kataptw/ssw
Data
{'content': 'καταπτώσσω\n = καταπτήσσω, Il.', 'key': 'kataptw/ssw'}