Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἁγίζω
ἀγινέω
ἅγιος
ἁγιστεία
ἁγιστεύω
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
ἀγκάλη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκάλισμα
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκίστριον
ἀγκιστρόδετος
ἄγκιστρον
ἀγκιστρόομαι
ἀγκοίνη
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
View word page
ἀγκάλισμα
ἀγκάλισμα ἀγκαλίζομαι that which is embraced or carried in the arms, Luc.
ShortDef
that which is embraced
Debugging
Headword:
ἀγκάλισμα
Headword (normalized):
ἀγκάλισμα
Headword (normalized/stripped):
αγκαλισμα
IDX:
172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n172
Key:
a)gka/lisma
Data
{'content': 'ἀγκάλισμα\n ἀγκαλίζομαι\n that which is embraced or carried in the arms, Luc.', 'key': 'a)gka/lisma'}