Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
κατάρα
View word page
κατάπτυστος
κατάπτυστος κατάπτυστος, ον καταπτύω to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.
ShortDef
to be spat upon, abominable, despicable
Debugging
Headword:
κατάπτυστος
Headword (normalized):
κατάπτυστος
Headword (normalized/stripped):
καταπτυστος
IDX:
17183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17199
Key:
kata/ptustos
Data
{'content': 'κατάπτυστος\n κατάπτυστος, ον\n καταπτύω\n to be spat upon, abominable, despicable, Aesch., Eur., Dem.', 'key': 'kata/ptustos'}