Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
καταπυκνόω
View word page
καταπτήσσω
καταπτήσσω fut. -πτήξω 3rd dual Epic aor2 καταπτήτην poet. part. καταπτακών perf. κατέπτηχα Epic part. καταπεπτηώς to crouch down, to lie crouching or cowering, Hom., Hes. c. acc. to cower beneath, Plut.
ShortDef
to crouch down, to lie crouching
Debugging
Headword:
καταπτήσσω
Headword (normalized):
καταπτήσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπτησσω
IDX:
17182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17198
Key:
katapth/ssw
Data
{'content': 'καταπτήσσω\n fut. -πτήξω\n 3rd dual Epic aor2 καταπτήτην\n poet. part. καταπτακών\n perf. κατέπτηχα\n Epic part. καταπεπτηώς\n to crouch down, to lie crouching or cowering, Hom., Hes.\n c. acc. to cower beneath, Plut.', 'key': 'katapth/ssw'}