Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
καταπύθω
κατάπυκνος
View word page
κατάπτερος
κατάπτερος κατά-πτερος, ον πτερόν winged, Aesch., Eur.

ShortDef

winged

Debugging

Headword:
κατάπτερος
Headword (normalized):
κατάπτερος
Headword (normalized/stripped):
καταπτερος
IDX:
17181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17197
Key:
kata/pteros

Data

{'content': 'κατάπτερος\n κατά-πτερος, ον\n πτερόν\n winged, Aesch., Eur.', 'key': 'kata/pteros'}