Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
καταπυγοσύνη
καταπύγων
View word page
καταπροδίδωμι
καταπροδίδωμι fut. -προδώσω to betray utterly, leave in the lurch, Hdt., Attic
ShortDef
to betray utterly, leave in the lurch
Debugging
Headword:
καταπροδίδωμι
Headword (normalized):
καταπροδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
καταπροδιδωμι
IDX:
17179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17195
Key:
kataprodi/dwmi
Data
{'content': 'καταπροδίδωμι\n fut. -προδώσω\n to betray utterly, leave in the lurch, Hdt., Attic', 'key': 'kataprodi/dwmi'}