Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
καταπτωχεύω
View word page
καταπρηνόω
καταπρηνόω fut. ώσω to throw headlong down, Anth.
ShortDef
to throw headlong down
Debugging
Headword:
καταπρηνόω
Headword (normalized):
καταπρηνόω
Headword (normalized/stripped):
καταπρηνοω
IDX:
17177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17193
Key:
kataprhno/w
Data
{'content': 'καταπρηνόω\n fut. ώσω\n to throw headlong down, Anth.', 'key': 'kataprhno/w'}