Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
καταπτώσσω
View word page
καταπρηνής
καταπρηνής κατα-πρηνής, ές down-turned, of the hand as used in striking or grasping, χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, Il.; χείρεσσι καταπρηνέσσι Od.

ShortDef

down-turned

Debugging

Headword:
καταπρηνής
Headword (normalized):
καταπρηνής
Headword (normalized/stripped):
καταπρηνης
IDX:
17176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17192
Key:
kataprhnh/s

Data

{'content': 'καταπρηνής\n κατα-πρηνής, ές\n down-turned, of the hand as used in striking or grasping, χειρὶ καταπρηνεῖ with the flat of his hand, Il.; χείρεσσι καταπρηνέσσι Od.', 'key': 'kataprhnh/s'}