Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
καταπτύω
View word page
καταπραΰνω
καταπραΰνω fut. υνῶ to soften down, appease, Plat.

ShortDef

to soften, appease

Debugging

Headword:
καταπραΰνω
Headword (normalized):
καταπραΰνω
Headword (normalized/stripped):
καταπραυνω
IDX:
17175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17191
Key:
kataprau/nw

Data

{'content': 'καταπραΰνω\n fut. υνῶ\n to soften down, appease, Plat.', 'key': 'kataprau/nw'}