Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
καταπτυχής
View word page
καταπράσσω
καταπράσσω Attic -ττω fut. ξω to accomplish, execute, Xen. to achieve, gain, Xen.:—Mid. to achieve for oneself, Xen.:—Pass., τὰ καταπεπραγμένα Xen.

ShortDef

to accomplish, execute

Debugging

Headword:
καταπράσσω
Headword (normalized):
καταπράσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπρασσω
IDX:
17174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17190
Key:
katapra/ssw

Data

{'content': 'καταπράσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to accomplish, execute, Xen.\n to achieve, gain, Xen.:—Mid. to achieve for oneself, Xen.:—Pass., τὰ καταπεπραγμένα Xen.', 'key': 'katapra/ssw'}