Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμβρόσιος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἀμέγαρτος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
ἀμείβω
ἀμείλικτος
ἀμείλιχος
ἀμείνων
ἀμείρω
ἄμειψις
ἀμέλγω
ἀμέλεια
ἀμέλει
ἀμελετησία
ἀμελέτητος
ἀμελέω
ἀμελής
ἀμελητέος
ἀμέλητος
View word page
ἀμείρω
ἀμείρω = ἀμέρδω to bereave of a thing, c. gen., Pind.
ShortDef
to bereave of
Debugging
Headword:
ἀμείρω
Headword (normalized):
ἀμείρω
Headword (normalized/stripped):
αμειρω
IDX:
1719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1719
Key:
a)mei/rw
Data
{'content': 'ἀμείρω\n = ἀμέρδω\n to bereave of a thing, c. gen., Pind.', 'key': 'a)mei/rw'}