Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
κατάπτυστος
View word page
καταπορνεύω
καταπορνεύω fut. σω to prostitute, Hdt.
ShortDef
to prostitute
Debugging
Headword:
καταπορνεύω
Headword (normalized):
καταπορνεύω
Headword (normalized/stripped):
καταπορνευω
IDX:
17173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17189
Key:
kataporneu/w
Data
{'content': 'καταπορνεύω\n fut. σω\n to prostitute, Hdt.', 'key': 'kataporneu/w'}