Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
καταπτήσσω
View word page
καταποντιστής
καταποντιστής from καταποντίζω καταποντιστής, οῦ, one who throws into the sea, Dem.
ShortDef
one who throws into the sea
Debugging
Headword:
καταποντιστής
Headword (normalized):
καταποντιστής
Headword (normalized/stripped):
καταποντιστης
IDX:
17172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17188
Key:
katapontisth/s
Data
{'content': 'καταποντιστής\n from καταποντίζω\n καταποντιστής, οῦ,\n one who throws into the sea, Dem.', 'key': 'katapontisth/s'}