καταποντιστής
καταποντιστής
from καταποντίζω
καταποντιστής, οῦ,
one who throws into the sea, Dem.
{
"content": "καταποντιστής\n from καταποντίζω\n καταποντιστής, οῦ,\n one who throws into the sea, Dem.",
"key": "katapontisth/s"
}