Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
καταπραΰνω
καταπρηνής
καταπρηνόω
καταπρίω
καταπροδίδωμι
καταπροΐξομαι
κατάπτερος
View word page
καταποντίζω
καταποντίζω fut. σω to throw into the sea, drown therein, Dem., καταποντίζω, Hdt., Plat.

ShortDef

to throw into the sea, drown therein

Debugging

Headword:
καταποντίζω
Headword (normalized):
καταποντίζω
Headword (normalized/stripped):
καταποντιζω
IDX:
17171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17187
Key:
kataponti/zw

Data

{'content': 'καταποντίζω\n fut. σω\n to throw into the sea, drown therein, Dem., καταποντίζω, Hdt., Plat.', 'key': 'kataponti/zw'}