Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
καταπράσσω
View word page
καταπνοή
καταπνοή καταπνοή, ἡ, καταπνέω a blowing, Pind.
ShortDef
a blowing
Debugging
Headword:
καταπνοή
Headword (normalized):
καταπνοή
Headword (normalized/stripped):
καταπνοη
IDX:
17164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17180
Key:
katapnoh/
Data
{'content': 'καταπνοή\n καταπνοή, ἡ,\n καταπνέω\n a blowing, Pind.', 'key': 'katapnoh/'}