Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
καταποντιστής
καταπορνεύω
View word page
καταπνέω
καταπνέω Epic -πνείω fut. -πνεύσομαι to breathe upon or over, c. gen., Eur. to inspire, Aesch.; θεὸς καταπνεῖ σε Eur.
ShortDef
to breathe upon
Debugging
Headword:
καταπνέω
Headword (normalized):
καταπνέω
Headword (normalized/stripped):
καταπνεω
IDX:
17163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17179
Key:
katapne/w
Data
{'content': 'καταπνέω\n Epic -πνείω\n fut. -πνεύσομαι\n to breathe upon or over, c. gen., Eur.\n to inspire, Aesch.; θεὸς καταπνεῖ σε Eur.', 'key': 'katapne/w'}