Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
καταποντίζω
View word page
καταπλύνω
καταπλύνω to wash by pouring over, to drench, Xen. to wash out:—Pass., metaph., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται the affair is washed out, i. e. forgotten, Aeschin.

ShortDef

to wash by pouring over, to drench

Debugging

Headword:
καταπλύνω
Headword (normalized):
καταπλύνω
Headword (normalized/stripped):
καταπλυνω
IDX:
17161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17177
Key:
kataplu/nw

Data

{'content': 'καταπλύνω\n to wash by pouring over, to drench, Xen.\n to wash out:—Pass., metaph., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται the affair is washed out, i. e. forgotten, Aeschin.', 'key': 'kataplu/nw'}