Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
καταπολύ
καταπονέω
κατάπονος
View word page
καταπλουτίζω
καταπλουτίζω fut. ιῶ to enrich greatly, Hdt., Xen.
ShortDef
to enrich greatly
Debugging
Headword:
καταπλουτίζω
Headword (normalized):
καταπλουτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταπλουτιζω
IDX:
17160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17176
Key:
kataplouti/zw
Data
{'content': 'καταπλουτίζω\n fut. ιῶ\n to enrich greatly, Hdt., Xen.', 'key': 'kataplouti/zw'}