Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστεύω
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
καταπνοή
καταπόδα
καταπολεμέω
καταπολιτεύομαι
View word page
καταπλήσσω
καταπλήσσω Attic -ττω fut. ξω to strike down: metaph. to strike with amazement, astound, terrify, Thuc., Xen., etc.:—Pass. to be panic-stricken, amazed, astounded, κατεπλήγη (aor2) Il.; Attic aor2 inf., καταπλαγῆναι Thuc.; 2nd pl. perf. καταπέπληχθε Thuc.; c. acc., καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον Dem.

ShortDef

to strike down

Debugging

Headword:
καταπλήσσω
Headword (normalized):
καταπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
καταπλησσω
IDX:
17157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17173
Key:
kataplh/ssw

Data

{'content': 'καταπλήσσω\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to strike down: metaph. to strike with amazement, astound, terrify, Thuc., Xen., etc.:—Pass. to be panic-stricken, amazed, astounded, κατεπλήγη (aor2) Il.; Attic aor2 inf., καταπλαγῆναι Thuc.; 2nd pl. perf. καταπέπληχθε Thuc.; c. acc., καταπλαγέντες τὸν Φίλιππον Dem.', 'key': 'kataplh/ssw'}