Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστεύω
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
κατάπλοος
καταπλουτίζω
καταπλύνω
κατάπλυσις
καταπνέω
View word page
καταπλέκω
καταπλέκω fut. ξω to entwine, plait, Hdt. metaph. to implicate, κ. τινὰ προδοσίᾳ Hdt. to finish twining: metaph. to bring to an end, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Hdt.
ShortDef
to entwine, plait
Debugging
Headword:
καταπλέκω
Headword (normalized):
καταπλέκω
Headword (normalized/stripped):
καταπλεκω
IDX:
17153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17169
Key:
kataple/kw
Data
{'content': 'καταπλέκω\n fut. ξω\n to entwine, plait, Hdt.\n metaph. to implicate, κ. τινὰ προδοσίᾳ Hdt.\n to finish twining: metaph. to bring to an end, τὴν ζόην, τὴν ῥῆσιν Hdt.', 'key': 'kataple/kw'}