καταπλαστός
καταπλαστός
from καταπλάσσω
καταπλαστός, όν
plastered over, καταπλαστὸν φάρμακον a plaster, Ar.
{
"content": "καταπλαστός\n from καταπλάσσω\n καταπλαστός, όν\n plastered over, καταπλαστὸν φάρμακον a plaster, Ar.",
"key": "kataplasto/s"
}