Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταπέτομαι
καταπετρόω
καταπεφρονηκότως
καταπήγνυμι
καταπηδάω
καταπίμπλημι
καταπίμπρημι
καταπίνω
καταπιπράσκω
καταπίπτω
καταπισσόω
καταπιστεύω
καταπλάσσω
καταπλαστός
καταπλαστύς
καταπλέκω
κατάπλεος
καταπλέω
κατάπληξις
καταπλήσσω
καταπλήξ
View word page
καταπισσόω
καταπισσόω Attic -ττόω fut. ώσω to cover with pitch, to pitch over and burn (as a punishment), Plat.
ShortDef
to cover with pitch, to pitch over and burn
Debugging
Headword:
καταπισσόω
Headword (normalized):
καταπισσόω
Headword (normalized/stripped):
καταπισσοω
IDX:
17148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n17164
Key:
katapisso/w
Data
{'content': 'καταπισσόω\n Attic -ττόω\n fut. ώσω\n to cover with pitch, to pitch over and burn (as a punishment), Plat.', 'key': 'katapisso/w'}